- προκατακλυσμιαίος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χρόνους που προηγήθηκαν από τον κατακλυσμό2. μτφ. παμπάλαιος, πανάρχαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατακλυσμός + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. βαθμ-ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Νικόλαο Ι. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.